προδιορίζω

προδιορίζω
Α
1. θέτω όρια, ορίζω προηγουμένως («βούλομαι βραχέα προδιορίσαι περὶ ὅλης τῆς πραγματείας», Διόδ.)
2. διακανονίζω, διευθετώ, εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διορίζω «ορίζω, διαχωρίζω, καθορίζω, διακρίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προδιοριζόμεθα — προδιορίζω limit pres ind mp 1st pl προδιορίζω limit imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιορισάμενον — προδιορίζω limit aor part mid masc acc sg προδιορίζω limit aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιορίσαι — προδιορίζω limit aor inf act προδιορίσαῑ , προδιορίζω limit aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιορίσομαι — προδιορίζω limit aor subj mid 1st sg (epic) προδιορίζω limit fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιορισαμένου — προδιορίζω limit aor part mid masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιορισθεῖσιν — προδιορίζω limit aor part pass masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιορισθείη — προδιορίζω limit aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιορισθέντων — προδιορίζω limit aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιορισάμενοι — προδιορίζω limit aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιορισάμενος — προδιορίζω limit aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”