- προδιορίζω
- Α1. θέτω όρια, ορίζω προηγουμένως («βούλομαι βραχέα προδιορίσαι περὶ ὅλης τῆς πραγματείας», Διόδ.)2. διακανονίζω, διευθετώ, εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διορίζω «ορίζω, διαχωρίζω, καθορίζω, διακρίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.